Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

love match


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο match παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: love
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
match n often plural (stick for lighting fire)σπίρτο ουσ ουδ
 She struck the match to light the fire.
 Άναψε το σπίρτο για να ανάψει τη φωτιά.
match n (sports game)αγώνας ουσ αρσ
  (συνήθως ποδόσφαιρο)ματς ουσ ουδ άκλ
  (καθομιλουμένη)παιχνίδι ουσ ουδ
 Are you going to the match this Saturday?
 Θα πας στον αγώνα αυτό το Σάββατο;
 Θα πας στο ματς αυτό το Σάββατο;
match [sth] with [sth] vtr + prep (join, pair) (κάτι με κάτι άλλο)αντιστοιχίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη)ταιριάζω ρ μ
 In this game, you need to match each card with another card with the same design.
 Σε αυτό το παιχνίδι, πρέπει να αντιστοιχίσεις κάθε κάρτα με μια άλλη κάρτα που έχει το ίδιο σχέδιο.
match [sth] vtr (go with harmoniously)ταιριάζω ρ μ
 You did a good job getting all the furnishings in this room to match the wallpaper so well.
 Κατάφερες πολύ καλά να κάνεις όλα τα έπιπλα σε αυτό το δωμάτιο να ταιριάζουν τόσο καλά με την ταπετσαρία.
match vi (clothing, etc.: go together)ταιριάζω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)πάω ρ αμ
 Do my clothes match?
 Ταιριάζουν τα ρούχα μου;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
match n (person, team: equal in skill, etc.)ισοδύναμος επίθ
 The two teams are a good match, and it should be an exciting game.
 Οι δυο ομάδες είναι ισοδύναμες μεταξύ τους και ο αγώνας θα είναι συναρπαστικός.
match n (pairing)ταιριαστός επίθ
  ταιριάζω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)δένω ρ αμ
 It's good that they are going into business - those two are a good match.
 Είναι καλό που θα συνεργαστούν - οι δυο τους είναι πολύ ταιριαστοί.
 Είναι καλό που θα συνεργαστούν - οι δυο τους ταιριάζουν πολύ.
match n (suitable partners in love)ζευγάρι ουσ ουδ
  ταιριαστός επίθ
  ταιριάζω ρ αμ
 I'm pleased Alex and Sally got together at last; they are such a good match.
 Χαίρομαι που ο Άλεξ και η Σάλλυ τα έφτιαξαν τελικά. Είναι τόσο ταιριαστοί.
match n (marriage) (παλαιό)ζευγάρωμα ουσ ουδ
 In this fairy tale, the king is desperate to find a match for his daughter.
match n (pairing: things that correspond)αντιστοιχία ουσ θηλ
  κτ που ταιριάζει περίφρ
  κτ που είναι ίδιο περίφρ
 The police found a match for the fingerprints in their database of suspects.
match [sth] vtr (correspond to)αντιστοιχώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)ταιριάζω ρ μ
 This key matches this lock.
 Το κλειδί αντιστοιχεί (or: ταιριάζει) στην κλειδαριά.
match [sth/sb] vtr (measure up to)τα πάω το ίδιο καλά με κπ/κτ περίφρ
  είμαι εξίσου καλός με κπ/κτ περίφρ
 If the players can match their previous performance, they'll win this game easily.
match [sth] vtr (clothing, designs: go with)ταιριάζω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μτφ)πάω, πηγαίνω ρ μ
 Do my shoes match my shirt?
 Ταιριάζουν τα παπούτσια μου με το πουκάμισο;
 Πάνε τα παπούτσια μου με το πουκάμισο;
match [sth/sb] vtr (place in competition with)βάζω να αγωνιστεί περίφρ
  (καθομιλουμένη)βάζω να παίξει περίφρ
  (καθομ: αγώνας ταχύτητας)βάζω να τρέξει περίφρ
  (με κλήρωση)κληρώνω ρ μ
 In the tournament, the team was matched with a very difficult opponent.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν είναι δίκαιο! Έβαλαν την ομάδα μας να αγωνιστεί (Or: παίξει) με την πιο δύσκολη αντίπαλο.
 Στο τουρνουά, η ομάδα κληρώθηκε με πολύ δύσκολη αντίπαλο.
match [sth] vtr (be equal to)είμαι ίσος, είμαι ίδιος ρ έκφρ
  (μεταφορικά)συναγωνίζομαι ρ αμ
 The man's anger matched his wife's.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
match up vi phrasal (be similar)ταιριάζω ρ αμ
 It can be hard for partners to get along when their political views don't match up.
match up with [sth] vi phrasal + prep (be similar to)ταιριάζω με κτ ρ αμ + πρόθ
  μοιάζω με κτ ρ αμ + πρόθ
 The computer will check to see if anyone's interests match up with yours.
match up vi phrasal UK, figurative, informal (be as good)είμαι ισάξιος έκφρ
  (μεταφορικά)συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι ρ μ
  (καθομιλουμένη)είναι το ίδιο καλός έκφρ
Σχόλιο: Often used in questions or where there is doubt.
 My mother's chicken soup was the best; mine can never match up.
match up to [sth/sb] vi phrasal + prep UK, figurative, informal (be as good as) (με κπ/κτ ή με γενική)είμαι ισάξιος ρ έκφρ
  (μεταφορικά)συναγωνίζομαι ρ αμ
  (σε προσδοκίες)ανταποκρίνομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Sadly, the reality of modelling did not match up to Tracy's dreams.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
a match made in heaven n figurative (lovers: perfect couple)τέλειο ζευγάρι φρ ως ουσ ουδ
  (μεταφορικά)αδερφές ψυχές φρ ως ουσ θηλ πλ
 It was a match made in heaven, and they lived happily ever after.
a match made in heaven n figurative (things: perfect pairing)που ταιριάζει τέλεια περίφρ
  (μεταφορικά)που ταιριάζει γάντι περίφρ
  (μεταφορικά)που έρχεται κουτί περίφρ
be no match for [sb] v expr (not be as good as [sb])δεν είμαι ισάξιος με κπ έκφρ
  (μεταφορικά)δεν μπορώ να κοιτάξω κπ στα μάτια έκφρ
boxing match n (sport: boxing contest)αγώνας μποξ ουσ αρσ
  πυγμαχία ουσ θηλ
Σχόλιο: μποξ: ξενικό, άκλιτο
 Watching a boxing match on TV is a poor substitute for seeing it in person.
close match n (pairing of two similar things)σχεδόν το ίδιο, πολύ όμοιο έκφρ
 Mom's handbag and shoes are not exactly the same color, but they are a very close match.
 Η τσάντα χειρός και τα παπούτσια της μητέρας μου δεν έχουν ακριβώς το ίδιο χρώμα, αλλά είναι πολύ όμοια.
close match n (sports: very close scores) (σπορ)νίκη με πολύ μικρή διαφορά έκφρ
 It was a close match but the Seagulls won on penalties.
football match,
football game (UK),
soccer match,
soccer game (US)
n
(soccer match)ποδοσφαιρικός αγώνας επίθ + ουσ αρσ
  αγώνας ποδοσφαίρου φρ ως ουσ αρσ
  (αν εννοείται από τα συμφραζόμενα)αγώνας ουσ αρσ
  ματς ουσ ουδ άκλ
 Chelsea won the football game 2-0.
grudge match n (game: to settle a grievance)αγώνας μεταξύ ορκισμένων αντιπάλων περίφρ
  αγώνας για να λύσω τις διαφορές μου περίφρ
 Clearly, they set this game up as a grudge match following last year's disputed result.
make a match v expr (pair [sth] with [sth] similar)ταιριάζω ρ αμ
  κάνω ζευγάρι περίφρ
 I'm trying to find two socks that make a match, but they all seem to be odd ones.
match odds npl (sport: probability of a given side winning) (αθλήμτατα)αποδόσεις αγώνα περίφρ
match point n (tennis, etc.: point that wins a match)match point ουσ ουδ άκλ
 Federer only needed one match point to win the game with Nadal.
match race n (two competitors)αγώνας ταχύτητας με δύο μόνο αντιπάλους
 The match race between the two great horses took place at Pimlico Race Course.
match ticket n (slip allowing entry to sports game)εισιτήριο για τον αγώνα, εισιτήριο για το ματς περίφρ
match [sth] up,
match up [sth] and [sth]
v expr
(pair) (σε ζευγάρι)ταιριάζω ρ μ
  φτιάχνω σε ζευγάρια έκφρ
  ζευγαρώνω ρ μ
 I don't mind washing and ironing, but I hate matching up all the socks.
 Δεν με πειράζει το πλύσιμο και το σιδέρωμα, αλλά μισώ να φτιάχνω σε ζευγάρια τις κάλτσες.
match [sth] up with [sth],
match up [sth] with [sth]
v expr
(pair with: [sth])ταιριάζω κτ με κτ ρ μ + πρόθ
  ζευγαρώνω κτ με κτ ρ μ + πρόθ
  συνδυάζω κτ με κτ ρ μ + πρόθ
 The students were asked to match up the French words with their meanings.
match [sb] up with [sb],
match up [sb] with [sb]
v expr
(pair romantically: with [sb])τα φτιάχνω σε κπ με κπ έκφρ
  προξενεύω κπ σε κπ ρ μ + πρόθ
  ζευγαρώνω ρ μ
 My mother keeps trying to match me up with her friend's nephew.
 Η μητέρα μου συνεχίζει να προσπαθεί να μου τα φτιάξει με τον ανιψιό της φίλης της.
matchup,
match-up
n
(pairing)ταίριασμα ουσ ουδ
  ζευγάρωμα ουσ ουδ
  αντιστοίχιση ουσ θηλ
price match vi (sell [sth] as low as competitor)πουλάω στην ίδια τιμή με τον ανταγωνιστή μου
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
return match n (sport: second game between same teams)επαναληπτικός αγώνας ουσ αρσ
 We were beaten 5-0 in the first game, so let's hope we do better in the return match.
shooting match n (competition in using a gun)αγώνας σκοποβολής περίφρ
shooting match n figurative (competition)αγώνας ουσ αρσ
singles match n (tennis: one-on-one game)μονός αγώνας επίθ + ουσ αρσ
  μονός αγώνας τένις περίφρ
 Adriana won the singles match.
tennis match n (game of tennis)αγώνας τένις φρ ως ουσ αρσ
  (επίσημο)αγώνας αντισφαίρισης φρ ως ουσ αρσ
wrestling match n (sport: contention by grappling opponent)αγώνας πάλης φρ ως ουσ αρσ
 The spectators were enjoying the wrestling match.
 Οι θεατές απολάμβαναν τον αγώνα πάλης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση love match στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «love match».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!